"Γιατί αν η γνώση δημιουργεί προβλήματα, τότε σίγουρα η άγνοια δεν μπορεί να τα λύσει..."

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Απέρριψε το αίτημα αναστολής της επίταξης των εργαζομένων του Μετρό το ΣτΕ




Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση του «Σωματείου Εργαζομένων Λειτουργίας Μετρό Αθηνών» που ζητούσε να ανασταλούν ως αντισυνταγματικές και παράνομες οι αποφάσεις του πρωθυπουργού και του υπουργού Ανάπτυξης για την επίταξη του προσωπικού του Μετρό, καθώς και την επίταξη της χρήσης των ακινήτων και κινητών της «Αττικό Μετρό Α.Ε.» και της «ΣΤΑΣΥ Α.Ε.» που είναι απαραίτητα για «την εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου».
Οι εργαζόμενοι στο Μετρό υποστήριζαν, μεταξύ των άλλων, ότι η επίταξη τους είναι αντίθετη σε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 29, 87 και το Σύνταγμα.
Σε όλες οι αποφάσεις (Πρωθυπουργού, κ.λπ.) όπως αναφέρει η δικαστική απόφαση, «γίνεται επίκληση άμεσης και επείγουσας ανάγκης να αποτραπούν οι δυσμενείς συνέπειες στο συγκοινωνιακό έργο στο Λεκανοπέδιο Αττικής, το οποίο έχει πλήρως διαταραχθεί από την παρατεινόμενη απεργία των εργαζομένων στην εταιρεία «Σταθερές Συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ) Α.Ε. (ΑΜΕΛ Α.Ε., ΗΣΑΠ Α.Ε. και ΤΡΑΜ Α.Ε.), απειλώντας τη δημόσια τάξη και υγεία και προκαλώντας σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας».
Κατόπιν αυτών, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος ο Κ. Μενουδάκος και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Αικατερίνη Χριστοφορίδου) με την υπ΄ αριθμ. 118/2013 απόφασή της (σχηματισμός αναστολών) απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του Σωματείου των εργαζομένων στο Μετρό.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν, ότι το επίμαχο Σωματείο υποστηρίζει πως από την επιστράτευση θα υποστεί άμεση βλάβη, η οποία δεν θα μπορεί να ανορθωθεί στο μέλλον, καθώς «πλήττεται άμεσα το δικαίωμά του στην απεργία και καταργείται κάθε δυνατότητα διεκδικήσεως των αιτημάτων του για λογαριασμό των μελών του». Όμως, οι δικαστές αποφάνθηκαν, ότι η βλάβη που επικαλείται το Σωματείο «είναι παροδική και επανορθώσιμη» σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της εκκρεμούς κυρίας προσφυγής, η οποία άλλωστε θα δικαστεί σε σύντομο χρόνο. Εξάλλου, η εφαρμογή των επίμαχων αποφάσεων του Πρωθυπουργού κ.λπ., «δεν επιφέρουν συνέπειες που ισοδυναμούν προς ματαίωση» του επιδιωκόμενου σκοπού. Έτσι δεν δικαιολογείται η χορήγηση αναστολής των επίμαχων αποφάσεων, προσθέτουν οι δικαστές.
Επιπρόσθετα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν, ότι δεν είναι «προδήλως βάσιμοι» (με άλλα λόγια δεν θα ευδοκιμήσουν κατά στην υπόθεση της κυρίας προσφυγής) οι ισχυρισμοί του Σωματείου περί παραβίασης του Συντάγματος της ΕΣΔΑ κ.λπ., δεδομένου, ότι δεν υπάρχει για ανάλογες περιπτώσεις νομολογιακό προηγούμενο (αποφάσεις του παρελθόντος).
Λίγα λόγια για την επίταξη / επιστράτευση απεργών:
Σύμφωνα με το άρθρο 23, άρ.2 του Συντάγματος η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων και ασκείται συλλογικά από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των εργαζομένων/υπαλλήλων σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου υπόκειται σε περιορισμούς του νόμου που τα ρυθμίζει. Ο νόμος 1264/1982 προβλέπει ειδικότερα για τις απεργίες που γίνονται σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Κατά την διάρκεια απεργιών σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας οι απεργοί υποχρεούνται κατά την διάρκεια της απεργίας να καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Στο άρθρο 19, παρ.2 του ν. 1264/1982 αναφέρονται περιοριστικά ποιες επιχειρήσεις είναι δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας και η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Αυτές είναι οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις : παροχής υγειονομικών υπηρεσιών από νοσηλευτικά ιδρύματα, διυλίσεως και διανομής ύδατος, παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος ή καύσιμου αερίου, τηλεπικοινωνιών, ταχυδρομείων, ραδιοφωνίας, τηλεοράσεως αλλά και ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΑΓΑΘΩΝ από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Σύμφωνα με το άρθρο 21,παρ.2 του ν. 1264 ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ προσωπικό για ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας. Κατά την αντίληψη που έχει επικρατήσει η άσκηση του δικαιώματος απεργίας παρόλο που είναι δυνατόν να προκαλέσει βλάβη σε συμφέροντα αμέτοχων τρίτων και του κοινωνικού συνόλου ΔΕΝ επιτρέπεται όμως να προκαλεί βλάβη που υπερβαίνει ορισμένα όρια.
Το άρθρο 22, παρ. 4 του Συντάγματος αναφέρει ότι οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση ειδικοί νόμοι μπορούν να ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών άμυνας της χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία. Τέτοιος νόμος είναι το ν.δ. 17/1974 το οποίο δημιουργήθηκε αμέσως μετά την πτώση της χούντας για την αντιμετώπιση των εξαιρετικών συνθηκών της Τούρκικης εισβολής στην Κύπρο. Το άρθρο 2, παρ. 5 του ν.δ. αυτού θεωρεί ως κατάσταση ανάγκης που δικαιολογεί την πολιτική επιστράτευση την κάθε αιφνίδια κατάσταση που προκαλείται από κάθε φύσεως ανωμαλίες που έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία ή την απειλή δημιουργίας εκτεταμένων ζημιών και την παρακώλυση και τη διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται και οι ανωμαλίες από την απεργία, αφού και αυτές διαταράσσουν την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Το νομοθετικό διάταγμα αυτό δεν έχει καταργηθεί μέχρι σήμερα, αλλά δεν δύναται να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως τις απεργίες και αυτό γιατί εκδόθηκε υπό την ισχύ  του Συντάγματος του 1952 με βάση τη Συντακτική Πράξη 1.8.1974 χωρίς να λαμβάνει υπόψη το ισχύον Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008 όπου απαγορεύεται η αναγκαστική εργασία άρθρο 22 και το νέο νομικό πλαίσιο της Συνθήκης της Ρώμης και της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας που ενσωματώθηκαν στον νομικό κόσμο της Ελληνικής Δικαιοταξίας. Για παράδειγμα το ν.δ. 4221/1961 που επικύρωσε την Διεθνή Σύμβαση εργασίας 105 του 1957 στο άρθρο 1 ορίζει ότι το κράτος έχει υποχρέωση να καταργήσει την αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία και να μην προσφεύγει σε αυτή με οποιαδήποτε μορφή και ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ με τη μέθοδο της επιστράτευσης και χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού για σκοπούς οικονομικής ανάπτυξης ή σαν ΜΕΤΡΟ ΠΕΙΘΑΡΧΗΣΗΣ στην εργασία ή για τη ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΑΠΕΡΓΙΑ.
Από τις περιπτώσεις που δικαιολογούν την κήρυξη της επίταξης, ο πόλεμος και η επιστράτευση πρέπει να εκληφθούν τόσο με νομική όσο και με την πραγματική έννοια (γενικευμένη διεξαγωγή εχθροπραξιών, έκτακτη και διευρυμένη κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων). Παραπέρα, η ανάγκη της άμυνας της χώρας παραπέμπει σε μια ιδιαίτερη όξυνση των σχέσεων με ένα τρίτο κράτος, η οποία αφήνει να διαφανεί ως επικείμενος κίνδυνος εμπλοκής σε πολεμική αναμέτρηση. Η επείγουσα κοινωνική ανάγκη από θεομηνία περιλαμβάνει σοβαρές καταστροφές προερχόμενες από φυσικές αιτίες. Η ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία υπονοεί μεταβολές στον εξωτερικό κόσμο, οι οποίες δημιουργούν τους αιτιακούς όρους για επέλευση βλάβης με τη μορφή κυρίως της πρόκλησης, διάδοσης και μετάδοσης λοιμωδών, μολυσματικών ή μεταδοτικών νόσων.
Επιπλέον η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών (εφόσον συντρέχει μια από τις παραπάνω καταστάσεις – προϋποθέσεις) θα πρέπει να είναι μέτρο αναγκαίο και πρόσφορο στη συγκεκριμένη περίπτωση και η οποιαδήποτε ανάγκη πρέπει να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί με ηπιότερα μέσα.
Η επίταξη υπηρεσιών ως διοικητική πράξη που συνδέεται άμεσα με την άσκηση του ατομικού δικαιώματος επιβάλλοντας περιορισμούς υπάγεται τόσο σε ευθύ όσο και σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της. Η παραβίαση της κατά την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος δεν επιφέρει κυρώσεις, εφόσον η σχετική διοικητική πράξη θεωρηθεί παράνομη (ως αντισυνταγματική) έστω και παρεμπιπτόντως.
Συμπέρασμα: Η επιστράτευση/ επίταξη των απεργών σε περίοδο ειρήνης για λόγους που δεν αναφέρονται στο άρθρο 22,παρ.4 του Συντάγματος ως μέτρο πειθάρχησης στην εργασία που παρείχαν οι εργαζόμενοι πριν την απεργία είναι ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ. Η αντισυνταγματικότητα αυτή ελέγχεται από τα δικαστήρια όπως και η νομιμότητα των εκτελεστών διοικητικών πράξεων στην οποία περιλαμβάνεται και η έλλειψη αιτιολογίας αυτών. Περαιτέρω εάν κάποιος εξαναγκαστεί να εργασθεί μπορεί να ανακύψει θέμα αστικής ευθύνης του Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ.
Στην περίπτωση της επίταξης οι σχετικές διαφορές θεωρούνται διοικητικές και υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Σχετική είναι η διάταξη του άρθρου 6 εδ. β του ΠΔ 361/2001 κατά το οποίο ορίζεται ότι στο Στ’ τμήμα του ΣτΕ υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και τις επιτάξεις ανεξάρτητα από το όργανο που τις κηρύσσει. Η κήρυξη της επίταξης γίνεται με διοικητική πράξη (μπορεί να γίνει με πρωθυπουργική απόφαση ή υπουργική απόφαση ή και με απόφαση άλλου διοικητικού οργάνου ή συνδυασμό των παραπάνω) εφόσον παρέχεται εξουσιοδότηση από τον ειδικό νόμο για τον οποίο μιλήσαμε χθες (ν.δ. 17/1974). Η διοικητική πράξη είναι ατομική πράξη γενικής εφαρμογής και αναλύεται σε τόσες ατομικές πράξεις, όσοι και οι καλούμενοι να προσφέρουν τις προσωπικές τους υπηρσίες. Ας δούμε τι λέει η νομολογία Ελληνικών δικαστηρίων για το ζήτημα της πολιτικής επιστράτευσης – επίταξης. Τα τελευταία χρόνια έγινε επανειλημμένα πολιτική επιστράτευση απεργών σε σοβαρές περιπτώσεις με επίκληση του γενικού συμφέροντος, του κινδύνου για εθνική οικονομία και κοινωνική ζωή της χώρας ή τη δημόσια υγεία ή την αποδιοργάνωση των εναέριων συγκοινωνιών.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της επιστρατεύσεως το 1986 των χειριστών και ιπτάμενων μηχανικών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. (ΜονΠρωτΑθ 11333/1986) . Συγκεκριμένα στις 10.06.1986 με τις υπ’ αριθ. 164 και 165 αποφάσεις του Πρωθυπουργού που δημοσιεύτηκαν στο Φ.Ε.Κ. και ύστερα από την υπ΄ αριθ. 522 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, οι κλάδοι χειριστών και των ιπτάμενων μηχανικών κηρύχθηκαν σε κατάσταση πολιτικής κινητοποίησης για να αντιμετωπιστεί όπως αναφέρεται στις αποφάσεις αυτές η ανάγκη πρόληψης ανωμαλιών από την παρακώληση εκτέλεσης των εναέριων συγκοινωνιών, πράγμα που όπως σε αυτές επισημαίνεται θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, να ζημιώσει το εθνικό συμφέρον, ακόμα και να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των εναέριων συγκοινωνιών. Κατά το δικαστήριο βάσει του ν.δ. 17/1974 και της ανάγκης πρόληψης ανωμαλιών υπάρχει αξίωση της αιτούσας σε βάρος των καθ’ ων για αποζημίωση, η οποία προέρχεται από τη μείωση της φήμης, της αξιοπιστίας και του κύρους της εταιρίας λόγω της ματαίωσης των δρομολογίων. Μια προσεκτικότερη εξέταση όμως και ερμηνεία του άρθρου 22, παρ.4 εδ. β του Συντάγματος, του άρθρου 23, παρ.2 του Συντάγματος. της ΔΣΕ 105/1957 και του ν. 1264/1982 μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του πρωθυπουργού με την οποία έγινε επίταξη προσωπικών υπηρεσιών των πιλότων και των μηχανικών της Ολυμπιακής Αεροπορίας για το διάστημα που είχε κηρυχθεί από αυτούς απεργία, είναι ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ. Με τον τρόπο αυτό είχε επιδιωχθεί η νομιμοποίηση της καταστολής της απεργίας με την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών χάρη στην αναφορά του κινδύνου για δημόσια υγεία, ενός στοιχείου δηλαδή που κατά το Σύνταγμα καθιστά επιτρεπτή μια τέτοια επίταξη. Η σκοπιμότητα της πρωθυπουργικής απόφασης βρίσκεται στη διατάραξη της αεροπορικής συγκοινωνίας κατά την περίοδο της τουριστικής αιχμής, καθώς και στη ζημιά που θα υφίστατο η Ολυμπιακή εξαιτίας των απεργιακών αυτών κινητοποιήσεων.
Το επόμενο έτος το ΣτΕ κλήθηκε να εξετάσει την ίδια ακριβώς υπόθεση και εξέδωσε τις υπ’ αριθ. 2290 και 2291/1987 αποφάσεις σε Ολομέλεια. Το ΣτΕ (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε ότι νόμιμα έγινε η επιστράτευση. Αντίθετα η θεωρία σχεδόν σύσσωμη διατύπωσε έντονα την αντίθεση της και χαρακτήρισε την πολιτική επιστράτευση αντισυνταγματική λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρο 22,παρ.3 του Συντάγματος. Το ζήτημα της επίταξης παρουσιάστηκε και άλλες φορές ενώπιον του Στε (Συμβούλιο της Επικρατείας). Στην υπ’ αριθ. 2960/1983 απόφαση του που αφορούσε την επίταξη των ιδιοκτητών βυτιοφόρων το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των ιδιοκτητών βυτιοφόρων και δικαιολόγησε την απόφαση της με την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην ”επείγουσα κοινωνική ανάγκη λόγω θεομηνίας” διότι εκείνη την περίοδο υπήρχε κακοκαιρία και ήδη είχαν δημιουργηθεί προβλήματα σε σχολεία, νοσοκομεία και πολυκατοικίες λόγω έλλειψης καυσίμων.Υπάρχει επίσης η υπ’ αριθ. 957/1978 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ που αφορούσε την επίταξη των μεταφορικών μέσων του ΕΚΤΕΛ.
Η συνταγματικότητα και η νομιμότητα τέτοιων αποφάσεων όμως δεν θα κριθεί από το αν έχουν επικαλεστεί ή όχι στο κείμενο τους έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους επίταξης προσωπικών υπηρεσιών του άρθρου 22, παρ.4 εδ. β του Συντάγματος αλλά από το αν συντρέχει πράγματι ένας από τους λόγους αυτούς.
Ως συμπέρασμα θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα δικαστήρια παρά την αντίδραση της θεωρίας προβαίνουν συνήθως σε διασταλτκική ερμηνεία των προϋποθέσεων του Συντάγματος για την επίταξη, θέτοντας ως βασικό στόχο το δημόσιο συμφέρον, παρά την αυστηρή εφαρμογή του άρθρου 22,παρ.4 του Συντάγματος.

 Επιμέλεια: Καδήρ Αϊκούτ
Πηγή:  http://www.judex.gr/?p=1128


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου