"Γιατί αν η γνώση δημιουργεί προβλήματα, τότε σίγουρα η άγνοια δεν μπορεί να τα λύσει..."

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Απλά Και Νομικά: Σύμβαση Εργασίας Αορίστου Χρόνου


1. Γενικά Περί Συμβάσεων


Σύμβαση εργασίας είναι εκείνη η σχέση, με την οποία ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό.

Από τον ορισμό αυτό που περιέχεται στο άρθρο 648 του Α.Κ., προκύπτει ότι έχουμε δύο ειδών συμβάσεις εργασίας:
 α) σύμβαση ορισμένου χρόνου και β) σύμβαση αορίστου χρόνου.

Με τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ο μισθωτός συμφωνεί με τον εργοδότη να του παρέχει τις υπηρεσίες του για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο έχει καθοριστεί από την αρχή π.χ. 1 μήνας, 2 μήνες κ.λπ. ή για ορισμένο έργο, δηλαδή όσο χρειάζεται για να αποπερατωθεί κάποιο έργο π.χ. μια οικοδομή

 Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει κανένα χρονικό περιορισμό


2.  Ειδικότερα περί σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

                
Από το άρθρο 648 του Α. Κ. προκύπτει, ότι ο μισθωτός οφείλει να παρέχει την          εργασία του στον εργοδότη. 
  • Ο νόμος σε συνδυασμό με τη θέληση του εργαζόμενου και την θέληση του εργοδότη καθορίζουν τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας.
  • Ο εργοδότης έχει αντίστοιχα την υποχρέωση να καταβάλλει σαν μισθό το κατώτατο όριο, το οποίο ορίζει ο νόμος και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και σε κάθε περίπτωση η καταβολή μισθού ανώτερου από αυτά τα όρια είναι επιτρεπτή.
  • Κατά τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα των εργαζόμενων που είναι άρρηκτα δεμένα με αυτήν. Π.χ. το νόμιμο ωράριο, η εβδομαδιαία ανάπαυση, ο νόμιμος μισθός, υγιεινοί όροι εργασίας του εργαζόμενου, η ετήσια άδεια ανάπαυσης κ.λ.π. Ειδικότερα για την ετήσια άδεια να σημειώσουμε ότι αυτή πρέπει να δίνεται πραγματικά, δηλαδή ο εργαζόμενος πρέπει να φύγει από την εργασία του κατά τη διάρκεια της άδειας. Από το νόμο δεν επιτρέπεται ο μισθωτός να μην κάνει χρήση της άδειας του, δηλαδή να εργάζεται κατά την άδειά του και να αποζημιώνεται.
  • Ο μισθωτός δικαιούται αμοιβή από την παρεχόμενη εργασία. Η αμοιβή αυτή θα πρέπει να είναι μισθός προσαυξημένος με επιδόματα. Επίσης μπορεί ο μισθωτός να αμείβεται κατά μονάδα εργασίας, με ποσοστά αλλά οι αποδοχές αυτές δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες από την Συλλογική Συμβαση Εργασίας.


                   
3.Πώς καταγγέλλεται η σύμβαση εργασίας

Ο νόμος προβλέπει δύο ειδών καταγγελίες , την τακτική και την άτακτη. Η κάθε μία έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και συνέπειες.

  • Η τακτική καταγγελία ( απόλυση ) του μισθωτού γίνεται ύστερα από προειδοποίηση και παράγει τα αποτελέσματά της ύστερα από ορισμένη προθεσμία. Ο χρόνος που χρειάζεται για την προειδοποίηση καθορίζεται από το νόμο και είναι ανάλογος με το χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού στον συγκεκριμένο εργοδότη. Ο χρόνος της προμήνυσης πρέπει να είναι αυτός που ορίζει ο νόμος και ποτέ λιγότερος. Περισσότερος χρόνος είναι παραδεκτός και νόμιμος.
  • Η άτακτη καταγγελία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως, δηλαδή κατά τον χρόνο που θα επιδοθεί το έγγραφο της καταγγελίας στο μισθωτό. Και στις δύο περιπτώσεις καταγγελίας πρέπει να υπάρχουν βασικά δύο προϋποθέσεις : α) έγγραφος τύπος και β) καταβολή αποζημίωσης.


Πέρα από αυτές τις δύο προϋποθέσεις πρέπει η καταγγελία να ασκείται μέσα στα πλαίσια που απαιτεί " η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη " , δηλαδή να μην είναι υποχρεωτική. Η καταγγελία , άμα δεν υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι άκυρη και η ακυρότητά της μπορεί να προσβληθεί με αγωγή μέσα σε 3 μήνες, αλλιώς η αγωγή είναι απαράδεκτη.

Αν στον εργαζόμενο δεν καταβληθεί η αποζημίωση, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή τη νόμιμη αποζημίωση μέσα σε 6 μήνες από την καταγγελία, είτε γιατί έχασε την προθεσμία για αγωγή ( των 3 μηνών ), είτε γιατί δεν θέλει να ξαναγυρίσει στη δουλειά του. 

Η σύμβαση ορισμένου χρόνου, κατ' αρχην, δεν χρειάζεται καταγγελία αλλά λήγει όταν περάσει ο χρόνος που είχε συμφωνηθεί. Ενδιάμεσα η σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί είτε από τον εργαζόμενο, είτε από τον εργοδότη όταν υπάρχει " σπουδαίος λόγος " και χωρίς να τηρηθεί καμία προθεσμία. ( άρθρο 672 Α.Κ. )

Η σύμβαση αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία. Δηλαδή με έγγραφη δήλωση του εργοδότη προς το μισθωτό και αντίστροφα.

Στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας λυθεί με καταγγελία του εργοδότη, αυτός είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στον μισθωτό την αποζημίωση ταυτόχρονα με την καταγγελία που προβλέπει ο νόμος 2112/20 όπως ισχύει σήμερα. Αλλιώς η καταγγελία είναι άκυρη και δεν έχει καμία νομική αξία, δηλαδή είναι χωρίς αποτέλεσμα.

Η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας από τον εργοδότη της σύμβασης εργασίας δεν είναι απεριόριστη. Υπάρχουν τα όρια που τίθενται με το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. 
Απ' αυτό προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη, αν γίνει κατά προφανή παραβίαση της καλής πίστεως, ή των χρηστών ηθών, ή του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος και μάλιστα, αν έγινε από τον εργοδότη για λόγους εκδίκησης ή εξ' αιτίας της συνδικαλιστικής δράσης του υπαλλήλου ή για άλλους λόγους που δεν δικαιολογούν την καταγγελία της σύμβασης, χωρίς να συντρέχουν γενικότεροι λόγοι οικονομικής, τεχνικής ή υπηρεσιακής φύσης που αναφέρονται στη λειτουργία της επιχείρησης.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου